- μυληβόρος
- μῠλ-ηβόρος, ον,A millstone-eating,
μυὸς οἷα μυληβόρου Nic.Th.446
(οἷ' ἀμυληβόρου cj. Schneid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυὸς οἷα μυληβόρου Nic.Th.446
(οἷ' ἀμυληβόρου cj. Schneid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυληβόρος — μυληβόρος, ον (Α) αυτός ο οποίος τρώγει τον σίτο ή το αλεύρι που βρίσκονται στον μύλο («μυὸς οἷα μυληβόρου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + βόρος (< βορά), πρβλ. κουρο βόρος] … Dictionary of Greek
μυληβόρου — μυληβόρος millstone eating masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek